- τοξικῆς
- τοξικόςoffem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίλιγγος — Διαταραχή της αίσθησης ισορροπίας του σώματος στον χώρο. Κατά τον ί. δημιουργείται η ψεύτικη εντύπωση μετατόπισης ή περιστροφής των γύρω αντικειμένων σε σχέση με το άτομο (αντικειμενικός ί.) ή του ατόμου σε σχέση με τα αντικείμενα (υποκειμενικός… … Dictionary of Greek
αποτοξίκωση — η θεραπεία που οδηγεί έναν χρόνιο τοξικομανή στη διακοπή των συνηθειών της κατάχρησης μιας τοξικής ουσίας ή της λήψης ενός ναρκωτικού … Dictionary of Greek
διάταση — Φυσική ή τεχνητή διεύρυνση ενός ανοίγματος ή μιας σωληνοειδούς δομής του σώματος. Ονομάζεται επίσης και διαστολή (βλ. λ.). δ. μυών τενόντων. Τάση των μυών και των τενόντων τους πέρα από τα φυσικά όρια της αντοχής τους, λόγω ξαφνικής έντονης… … Dictionary of Greek
δύσπνοια — Αναπνευστική δυσχέρεια που προκαλεί μεταβολή της συχνότητας και αταξία του ρυθμού της αναπνοής. Η δ. μπορεί να είναι καρδιακής (καρδιοπάθειες και οξεία καρδιακή ανεπάρκεια), αναπνευστικής (οξείες και χρόνιες παθήσεις του υπεζωκότα, των βρόγχων,… … Dictionary of Greek
εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… … Dictionary of Greek
καναβισμός — και κανναβισμός, ο [καν(ν)αβις] η καθ έξιν χρήση τής ινδικής κάν(ν)αβης, τού χασίς, ως τοξικής ουσίας, ως ναρκωτικού, η τοξικομανία τού χασίς … Dictionary of Greek
μίνιο — και μίνυο, το (Α μίνιον) νεοελλ. (χημ. τεχνολ.) 1. η πορτοκαλέρυθρη χρωστική ύλη η οποία αποτελείται κατά 80% περίπου από επιτεταρτοξείδιο τού μολύβδου, έχει μορφή κόκκινης τοξικής σκόνης, πολύ μεγάλης πυκνότητας, χαρακτηρίζεται από ικανοποιητική … Dictionary of Greek
ονειρισμός — ο (ιατρ. ψυχολ.) οξύ παραλήρημα στο πλαίσιο μιας συγχυτικής κατάστασης που συνίσταται σε συγκεκριμένες κινητές παραστάσεις, όπως είναι τα όνειρα, αλλά με έντονο αισθητικό και δραματικό χαρακτήρα, που έχει ως αποτέλεσμα την έντονη βίωσή τους από… … Dictionary of Greek
σακχαρισμός — ο, Ν είδος τοξικής δηλητηρίασης που οφείλεται σε λήψη υπερβολικής ποσότητας σακχάρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρο + ισμός*] … Dictionary of Greek
στρύχνος — (solanum). Γένος φυτών (δέντρων, δεντρυλλίων ή θάμνων) της οικογένειας των Λογανιιδών (δικοτυλήδονα). Ο στρύχνος του Ιγνάτιου είναι ένας αναρριχώμενος θάμνος, ιθαγενής των Φιλιππίνων, του οποίου τα σπέρματα (τα κουκιά του αγίου Ιγνάτιου)… … Dictionary of Greek